κύδος

κύδος
(I)
κύδος, ὁ (Α)
ονειδισμός, βρισιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι].
————————
(II)
κῡδος, τὸ (Α)
1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.)
2. ως τιμητική προσφώνηση σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *qud- τής ΙΕ ρίζας *qeu-d-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -d-) μορφής τής αρχικής ρίζας *qeu- «προσέχω, παρατηρώ» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. čudo «θαύμα», čuditise «θαυμάζω», πιθ. με αρχ. σλαβ. čuti «ακούω, αντιλαμβάνομαι» και λατ. caveo «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο θέμα τους τα ανθρωπωνύμια Θουκυδίδης (< *Θεοκυδίδης), Κυδεύς, Κυδίας, Κυδείδης, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. (πρβλ. Κυδικλής, Κυδίστρατος, Κυδοκράτης, Κυδόνικος) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων (πρβλ. Αγλαοκύδης, Διοκύδης, Επικύδης, Φερεκύδης).
ΠΑΡ. αρχ. κυδάεις, κυδάλιμος, κυδήεις, κύδιμος, κυδιώ, κυδνός, κυδρός
αρχ.-μσν.
κυδαίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυδιάνειρα, κυδόσκοπος
μσν.
κυδοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκυδος, επικυδής, ερικυδής, θεοκυδής, μεγακυδής, περικυδής, υποκυδής, φερεκυδής, φιλοκυδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κῦδος — glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδος — reproach masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδους — κύδος reproach masc acc pl κύ̱δους , κῦδος glory neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδου — κύδος reproach masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδων — κύδος reproach masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδε' — κύ̱δεα , κῦδος glory neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κύ̱δει , κῦδος glory neut nom/voc/acc dual (attic epic) κύ̱δεϊ , κῦδος glory neut dat sg (epic ionic) κύ̱δει , κῦδος glory neut dat sg κύ̱δεε , κῦδος glory neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδει — κύ̱δει , κῦδος glory neut nom/voc/acc dual (attic epic) κύ̱δεϊ , κῦδος glory neut dat sg (epic ionic) κύ̱δει , κῦδος glory neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • keu-1, skeu-, lengthened grade kēu- —     keu 1, skeu , lengthened grade kēu     English meaning: to notice, observe, feel; to hear     Deutsche Übersetzung: “worauf achten (beobachten, schauen)”, dann “hören, fũhlen, merken”     Note: heavy basis kou̯ǝ ; s extension keu s ; about… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Kudos — (pronEng|ˈkjuːdɒs, often IPA|/ˈkuːdoʊz/), from the Greek κῦδος (not to be confused with κύδος taunt ), kydos , (literally that which is heard of ) means fame and renown resulting from an act or achievement. Extending kudos to another individual… …   Wikipedia

  • πολυκυδής — ές, Α αυτός που έχει πολύ κύδος, μεγάλη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυδής (< κῦδος, το «δόξα, φήμη»), πρβλ. μεγα κυδής, φίλο κυδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”